- προσεριστής
- ὁ, Α [προσερίζω]1. αυτάρκης, στασιαστής2. αυτός που εξοργίζει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεριστής — rebel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεριστῇ — προσεριστής rebel masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)